ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
"ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑ"
Γράφει η Αγαθή Γρίβα - Αλεξοπούλου *
Φιλόλογος
Μέσα στην Κατοχή, τον Αύγουστο του 1943, είδε το φως της δημοσιότητας το
εκτενές ποίημα του Νίκου Γκάτσου, «Αμοργός».
Με την εμβληματική αυτή λυρική σύνθεση ο Ν. Γκάτσος
βρέθηκε στην πρωτοπορία της γενιάς του 1930 που έφερε την ανανέωση του ελληνικού
ποιητικού λόγου, καθιερώνοντας νέους εκφραστικούς δρόμους και τρόπους.
Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη της έκδοση η «Αμοργός» διατηρεί στο
ακέραιο τη γοητεία της και κρατάει αξεδιάλυτα ακόμη αρκετά από τα μυστικά της.
Στους στίχους της περνάει,
αφομοιωμένος δημιουργικά, ένας μεγάλος όγκος της λόγιας και λαϊκής ελληνικής
παράδοσης και αυτό συνιστά μια βασική δυσκολία στην προσέγγισή της. Η μεγαλύτερη δυσκολία όμως οφείλεται στην
υπερρεαλιστική ποιητική γραφή που ακολούθησε ο Ν. Γκάτσος στη σύνθεσή της. Επέλεξε
δηλαδή να διοχετεύσει το ποιητικό υλικό του μέσα σε εικόνες – ροή αναρίθμητων
εικόνων σαν τα εικονίδια κινουμένου σχεδίου ή τις νότες μουσικής συμφωνίας – Οι
υπερρεαλιστικές του εικόνες δεν δηλώνουν, αλλά υπαινίσσονται μια ιδέα, ένα
όραμα, μια πραγματικότητα.
Μόνο αν εντάξει κανείς την «Αμοργό» στο ιστορικό της πλαίσιο και κρατήσει σταθερά το νήμα της ελληνικής παράδοσης, μπορεί να την προσεγγίσει ερμηνευτικά· Να κατανοήσει δηλαδή την επιλογή των θεμάτων της και το περιεχόμενο των συμβολικών εικόνων της.
Το 1943 - χρονιά δημιουργίας της
«Αμοργού»- η Ελλάδα βρισκόταν ήδη υπό γερμανική κατοχή (1941 -1945). Το αίμα
των νεκρών του αλβανικού μετώπου ήταν ακόμη νωπό, η φρίκη των μαζικών θανάτων
από το μεγάλο λιμό το χειμώνα του 1941 – ’42 σχεδόν παρούσα, η εν ψυχρώ εκτέλεση
οποιουδήποτε παραβίαζε την απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας μόνιμη απειλή,
οι ομαδικές εκτελέσεις φυλακισμένων ή αμάχων – αντίποινα των δυνάμεων κατοχής -
επαναλαμβανόμενη οδύνη. Η εφιαλτική πραγματικότητα της Κατοχής είχε διαποτίσει,
όπως είναι αναμενόμενο, τη λυρική διάθεση του ποιητή κι έτσι ο θάνατος έγινε το
πρώτο και βασικό θέμα της «Αμοργού». Ο ποιητής όμως δεν αρκέστηκε σε μια
ελεγειακή αποτύπωση του θανάτου και της οδύνης που τον συνοδεύει·
Αλλά επιχείρησε τη λυρική αναίρεσή του, επιλέγοντας ως δεύτερο ποιητικό θέμα
τον έρωτα. Και αυτό γιατί ο έρωτας, ως φυσική ορμή ή ένστικτο για ένωση και
διαιώνιση της ζωής, αντιστρατεύεται το θάνατο· Ενώ ως ανθρώπινο βίωμα, με τη
συναισθηματική πληρότητα που προσφέρει, οδηγεί στην πιο ισχυρή κατάφαση της
ζωής. Η όλη ποιητική σύνθεση της «Αμοργού» παίρνει έτσι τη μορφή μιας συνεχούς
αντιπαράθεσης ζοφερών εικόνων θανάτου και φωτεινών εικόνων έρωτα.
Δεν είναι στους στόχους αυτού του
άρθρου μια αναλυτική προσέγγιση της «Αμοργού», αλλά η κατά το δυνατόν συνοπτικότερη,
βασισμένη πάντως στον άξονα των αντιθετικών εικόνων που επισημάναμε.
Με την εικόνα ενός ναυαγίου,
εμπνευσμένη από την Οδύσσεια ανοίγει το ποιητικό σκηνικό της «Αμοργού»: «Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά / στον άνεμο κρεμασμένα
/ Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα / στων σφουγγαριών τα
σεντόνια». Η εικόνα αυτή στη συμβολική της αναγωγή υποδηλώνει τη
σκλαβωμένη στους Γερμανούς εισβολείς Ελλάδα. Είναι κοινός τόπος στην Ελληνική
Γραμματεία η χρήση του πλοίου ως συμβόλου πατρίδας ή κράτους. Το πλοίο -
πατρίδα άλλοτε ταξιδεύει ορθόπρωρο σε γαλήνια θάλασσα και ευημερεί·
Ενώ άλλοτε παραδέρνει ή βυθίζεται σε τρικυμισμένο πέλαγος και κινδυνεύει ή
δυστυχεί . Αυτόν τον συμβολισμό αξιοποιεί ποιητικά στην εισαγωγική εικόνα της
«Αμοργού» ο Ν. Γκάτσος. Στη συνέχεια πάντως του προοιμίου και στη συνεχή ροή
των συμβολικών εικόνων του, επιτρέπει να διαφανεί η ελπίδα μιας μακρινής αλλά
πάντως προσδοκώμενης εθνικής αποκατάστασης.
Αυτήν την αποκατάσταση μπορούν
και πρέπει να αναλάβουν τα νιάτα και σ’ αυτά απευθύνει εγερτικό προσκλητήριο ο ποιητής: «Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλικάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα
στο στόμα σας / Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια / Να τραγουδήστε την
Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυ- / νηγάει τους σκίνους / Όπως περνάει η όχεντρα
μέσ’ απ’ τα περιβόλια των κριθαριών / Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα / Κι
όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα». Με τη συμβολική αυτή εικόνα
μύησης ή αναβάπτισης ο ποιητής καλεί τους νέους σε μια ανασύνταξη των ψυχικών
τους δυνάμεων: θέλησης, περηφάνιας, αποφασιστικότητας, του πάθους εντέλει που
αρμόζει στη νιότη τους και στον αγώνα που πρέπει να αναλάβουν. Αν βέβαια
επιμείνουμε περισσότερο στο σημείο αυτό και προσφύγουμε στο δημοτικό τραγούδι
της Μπαρμπαριάς θα καταλάβουμε περισσότερο τη συμβολική αναγωγή των στίχων στην
εθνική υπόθεση: «Ποιος τό ’πε δεντρουλάκι μου / πως δε σ’ αγαπώ
πουλάκι μου / Αν τό ’πε ο ήλιος να μη βγει / τ’ άστρι να μην ξημερωθεί / …. / Κ αν το ‘πε
το ρηγόπουλο / στη Μπαρμπαριά
σκλαβόπουλο».
Στην επόμενη στροφή της «Αμοργού»
ο ποιητής με πλημμυρίδα υπερρεαλιστικών εικόνων ξεκαθαρίζει στους νέους πόσο
δύσκολος αλλά και πόσο μεγαλειώδης είναι ο αγώνας για την ελευθερία.
«Σταυραητό» αποκαλεί ο ποιητής τον αγώνα αυτό και η λέξη με τον υψηλό
συμβολισμό της - κληρονομιά της δημοτικής και επώνυμης ποίησης- αποδίδει και το
ηθικό μέγεθος της ελευθερίας ως ιδέας και τα ψυχικό σθένος όσων αφιερώνονται
στον αγώνα της. Ύστερα ο ποιητής μας σπρώχνει βίαια
σε σκοτεινή ώρα εχθρικής καταδρομής, καταστροφής και θανάτου. Το συμβολικό
σκηνικό ανοίγουν κουκουβάγιες που ουρλιάζουν (σειρήνες συναγερμού) και ευθύς
από τους τάφους και την κόλαση ξεπετιούνται πεθαμένες μαινάδες που ρίχνονται σε
θορυβώδεις, βέβηλους, ανατριχιαστικούς χορούς και «παίζουν κορόνα - γράμματα το
δαχτυλίδι τ’ Αι - Γιαννιού / και τα φλουριά του Αράπη»(ζωές και περιουσίες).
Αργά και μέσα σε αχνούς λιβανιού οι
σκοτεινές δυνάμεις απωθούνται στα έγκατα της γης. Και ο ποιητής ξορκίζει τους
εφιάλτες, μεταφέροντάς μας σε ένα ευφρόσυνο τοπίο ονειρικής αναπόλησης: «Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές / μια τρυφερή μου αγάπη
/ Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι / Με το κεφάλι στον αγκώνα της
γερτό και τη παλάμη / πάνω στο φλουρί της / Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν
σιγά σιγά / σαν τον κλέφτη / Από το
παραθύρι της Άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός και την ξυπνήσει». Το
σκηνικό της αναπόλησης έχει στηθεί προφανώς στο γενέθλιο για τον ποιητή
αρκαδικό οροπέδιο, λουσμένο μάλιστα στο φώς της αυγής και τη λευκότητα της
ανοιξιάτικης ανθοφορίας. Κι αν σταθούμε στο κορίτσι και τη περιγραφή του! Τότε θα
διαπιστώσουμε ότι εδώ ο ποιητής έχει επιτύχει την πλέον ευτυχή σύζευξη της
αρχαίας, βυζαντινής και νεοελληνικής παράδοσης, για να αποτυπώσει τη δροσιά και
την αγνότητα της νεανικής ομορφιάς. Παρομοιάζει το κορίτσι με αμυγδαλιάς
κλωνάρι, όπως ο Όμηρος την έφηβη Ναυσικά με φοινικιάς βλαστάρι. Η φράση «κορίτσι
αμάραντο» συνειρμικά οδηγεί στο «ρόδο το αμάραντο» του χριστιανικού ύμνου. Ενώ
η επιλογή ανθισμένου δένδρου για την απόδοση της γυναικείας ομορφιάς έχει
ποιητικά παράλληλα και στο δημοτικό τραγούδι: «Σαν τ’ άνθη της
αμυγδαλιάς λάμπει το πρόσωπό σου» ή «Μικρή ‘σαι μα μου φαίνεσαι σα λεμονιά
ανθισμένη» κτλ.
Στην ενότητα που ακολουθεί ο παραλογισμός του
πολέμου και ο όλεθρος που τον συνοδεύει παίρνει τη μορφή θεομηνίας σε
κατασκότεινη νύχτα. Στο σκηνικό εισβάλλουν θυελλώδεις άνεμοι που ξεκολλάνε τις
σκεπές και αφρισμένοι χείμαρροι που παρασύρουν στην άβυσσο ό,τι βρεθεί στο
πέρασμά τους. Η φρίκη της καταστροφής κόβεται απότομα και ο ποιητής μας
μεταφέρει στο θεσσαλικό κάμπο (την εύφορη Φθία της Ιλιάδας) σε ώρα καλοκαιρινής
ραστώνης. Επιδιώκει πιθανόν να αποδώσει τη μακαριότητα της ειρήνης ή την πεποίθηση
ότι σ’ αυτά τα άγια χώματα με τη μακραίωνη ιστορία δεν θα αργήσει να λάμψει και
πάλι ο ήλιος της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Το ειρηνικό όραμα κλείνει
σχεδόν βίαια και στο προσκήνιο εμφανίζεται ο Ηράκλειτος: «Πετάτε τους νεκρούς
είπε ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλωμιάζει / Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά
κυκλάμινα να φιλιούνται / Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του /
μες το φιλόξενο χώμα». Το αινιγματικό αυτό απόσπασμα δίνει με
εικόνες τα βασικά σημεία της ηρακλείτειας φιλοσοφίας: η ζωή είναι σύντομη·
φευγαλέο πέρασμα από την ύπαρξη στην ανυπαρξία. Τα ζωντανά πλάσματα ασταμάτητα γεννιούνται,
φθείρονται, πεθαίνουν και μεταβάλλονται σε οργανική ύλη, για να
ανατροφοδοτήσουν τη ζωή στην αέναη ροή της. Η επίγνωση του θανάτου ως
αναπότρεπτης μοίρας – τραγικό προνόμιο του ανθρώπου έναντι των άλλων πλασμάτων
– επιβάλλει σ’ αυτόν το βαρύ χρέος του προς τη ζωή. Να αγωνίζεται δηλαδή και να
θυσιάζεται για ό,τι ωραίο και μεγάλο αξίζει να ζει: «Μα εδώ στην όχθη την
υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει / Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον
περάσεις / Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει / Και να
διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου / Άνθη πουλιά ελάφια» (ομορφιά,
ελευθερία, ορμή). Ο συμβολικός αποφθεγματικός αυτός λόγος ηχεί ως
μια ες αεί αγωνιστική παραίνεση του ποιητή προς τον άνθρωπο όλων των εποχών.
Ενταγμένος βέβαια στη όλη ποιητική σύνθεση της «Αμοργού», έχει πρώτους
αποδέκτες τους νέους προς τους οποίους νωρίτερα είχε απευθύνει ο ποιητής το
αγωνιστικό προσκλητήριο. Όσο για τη δύναμη που αυτός ο αγώνας απαιτεί, πρέπει
να την αναζητήσουν βαθιά μέσα τους, σ’ ό,τι αγνό και δυνατό μένει εκεί
κρυμμένο. «Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου
πουκάμισο να στεγνώνει / Πάρ’ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο».
Τα σκηνικά του θανάτου κλείνει ο ποιητής με
ένα μοιρολόι, θαυμαστό στην επεξεργασία του και μοναδικό στην αυτοτέλειά του
μέσα στην «Αμοργό». Το μοιρολόι αυτό έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των
δημοτικών τραγουδιών (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος κτλ). Διασώζει επίσης
τη δραματική ένταση των αντίστοιχων δημοτικών τραγουδιών του χάρου, αλλά
επιπλέον ενσωματώνει τη φρίκη των λαϊκών δεισιδαιμονιών που εκείνα αποφεύγουν.
Παραθέτω την τρίτη από τις έξι στροφές του: «Στου πικραμένου την αυλή το μάτι
έχει στερέψει / Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει / Κρέμονται
σάρκες βατραχιών στα πόδια της αράχνης / Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε
βρικολάκων πόδια».
Σε μια οραματική ενατένιση του
απώτερου μέλλοντος και μια ρεαλιστική αποτίμηση της ανθρώπινης ιστορίας
προχωρεί στις επόμενες παραγράφους ο ποιητής, για να επιχειρήσει αμέσως μετά να
σβήσει τον απόηχο του μοιρολογιού που προηγήθηκε με ένα ερωτικό τραγούδι: «Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω / Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα
μάτια της πούλιας / και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέ /
ψαμε στους καλοκαιριάτικους κάμπους / Πάνω
στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε το κομμένο τριφύλλι / Μαύρη μεγάλη θάλασσα με
τόσα βότσαλα τριγύρω στο / λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου».
Το ερωτικό τραγούδι - εξομολόγηση ανοίγει το σκηνικό του ειδυλλίου στην απλωσιά
θερισμένου κάμπου διακριτικά φωτισμένου από το φεγγάρι καλοκαιρινής νύχτας. Η
φράση «φάγαμε το κομμένο τριφύλλι» υπαινίσσεται την ερωτική συνεύρεση. Τον υπαινιγμό
επιτρέπει η προσφυγή στη λαϊκή δοξασία που θεωρεί το κομμένο τριφύλλι,
αστρισμένο και λειτουργημένο κρυφά, ως το δραστικότερο από τα βοτάνια της
αγάπης.
Καθώς η όλη ποιητική σύνθεση
προχωρεί στην ολοκλήρωσή της, ο ποιητής με μια προβολή προς το μέλλον φθάνει
στο «νόστιμον ήμαρ» της εθνικής οδύσσειας, στην ημέρα της απελευθέρωσης: «Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο / σκουριασμένο βογγάει /
μια τούφα γαλανός καπνός στο τριανταφυλλί του / ορίζοντα. . . / Στρατιές χελιδονιών
περιμένουν να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες / . . . Μαντήλια
καλαματιανά κυματίζουνε / και μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι».
Με αναστάσιμο τόνο και εορταστική διάθεση ο ποιητής απλώνει τη ματιά του και
αγκαλιάζει από στεριά και θάλασσα ολόκληρο το ελληνικό τοπίο. Επιπλέον με τις
αναφορές του σε αγωνιστές της Κατοχής (αντάρτες, Μανιάτες) και της Επανάστασης
του ’21 (Λεβεντογιάννης, Καλύβας) τιμάει εκείνη την παράδοση λεβεντιάς και
ηρωισμού που κρατάει ζωντανή στο πέρασμα των αιώνων την Ελλάδα.
Η τελευταία στροφή της «Αμοργού»
έχει θέση επιλόγου. Εδώ η όλη ποιητική σύνθεση παρουσιάζεται από τον δημιουργό της
ως παρηγορία της ψυχής, ως χειρονομία έρωτα, αφιέρωση ή εξομολόγηση: «Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά
μου / Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα / ένα ζουμπούλι
πορτοκαλιάς / Μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω / Εγώ που κάποτε σε
άγγιξα με τα μάτια της πούλιας / και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα... / ‘Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο / λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα
μαλλιά σου».
Οι
τελευταίοι στίχοι του επιλόγου επαναλαμβάνουν το ερωτικό τραγούδι προηγούμενης
στροφής. Εδώ όμως η φράση «μαύρη μεγάλη θάλασσα», που εκεί σκιαγραφούσε τη
μορφή της αγαπημένης, έχει μετατραπεί σε «μαύρη μεγάλη μοναξιά». Η μοναξιά
μεγεθύνεται ακόμα περισσότερο με την τριπλή παρήχηση του φθόγγου /μ/, σαν
επανάληψη βαριάς μελαγχολικής νότας.
Είναι η απουσία της αγαπημένης, η απώλεια του έρωτα που
προκαλεί την τόση μοναξιά;
Είναι η σκοτεινιά του τάφου, ο θάνατος
δηλαδή, μακρινός ίσως την ώρα της δημιουργίας αλλά αναπότρεπτος στο μέλλον, που
θα επιβάλει εντέλει τη μοναξιά;
Δεν έχω απάντηση στα ερωτήματα αυτά ή σε άλλα
που προτιμώ να αποσιωπήσω.
Η Αμοργός πάντως του Ν. Γκάτσου ως
έργο υψηλής τέχνης έχει κερδίσει την αθανασία και προκαλεί τον καθένα να
επιχειρήσει το δικό του ταξίδι στους στίχους της και στη μαγεία των εικόνων
της.
____________
* Προδημοσίευση από την εφημερίδα "Αρκαδικό Βήμα" // Ιούνιος 2018.
Φύλακες και ληστές δραπέτευσαν μαζί παίρνοντας όλα τα ιερά της πόλις για λογαριασμό τους.
ΑπάντησηΔιαγραφή